- ἀμφιλόγῳ
- ἀμφίλογοςdisputedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφιλογῶ — ἀμφιλογέομαι dispute pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφιλογέομαι dispute pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιλογούμαι — ἀμφιλογοῡμαι ( έομαι) (ΑΜ) [ἀμφίλογος] αντιλέγω, αμφισβητώ, φιλονικώ ο Ησύχ. παραδίδει και ενεργ. ἀμφιλογῶ με την ίδια σημασία … Dictionary of Greek